κομάντος

κομάντος
(commandos). Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τις ομάδες των Μπόερς, οι οποίοι κατά την περίοδο 1899-1902 διεξήγαγαν ανταρτοπόλεμο εναντίον των Άγγλων, και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, για τον χαρακτηρισμό ειδικών τμημάτων εφόδου ή ομάδων σαμποτέρ, προορισμένων να δρουν αιφνιδιαστικά. Οι επιχειρήσεις των κ. είχαν κατά κανόνα αμφίβιο χαρακτήρα, μερικές φορές όμως, από ανάγκες τακτικής, σχετικές με τις συνθήκες του εδάφους και την αμυντική οργάνωση του εχθρού, μερικά τμήματα κ. δρούσαν ως αλεξιπτωτιστές. Οι κ. πραγματοποίησαν πολλούς αιφνιδιασμούς κατά την περίοδο 1941-42 στις νορβηγικές ακτές καθώς και στις ακτές της Μάγχης και της Κρήτης. Μία από τις σπουδαιότερες, ως προς τον αριθμό των ανδρών που έλαβαν μέρος και των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν η επιχείρηση της Διέπης, τον Αύγουστο του 1942. Οι κ., των οποίων η αποτελεσματικότητα διαρκώς βελτιωνόταν, συνεργάστηκαν επιτυχώς στις μεγάλες αμφίβιες επιχειρήσεις που διεξήγαγαν οι Σύμμαχοι στη Σικελία (Ιούλιος 1943) και στη Νορμανδία (Ιούνιος 1944).
* * *
οι ή τά
στρατιωτικός σχηματισμός μικρής δύναμης ο οποίος είναι επιφορτισμένος με ειδικές αποστολές και δρα μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλοαμερικ. commandos < αφρικ. kommando < ολλανδ. commando < ισπαν. comando < ισπ. ρ. comandar < γαλλ. commander «διατάζω». Τέτοιοι στρατιωτικοί σχηματισμοί χρησιμοποιήθηκαν προφανώς κατά τον πόλεμο τών Μπόερς στη Ν. Αφρική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομάντος — οι ή τα (λ. πορτογ.), ειδικά εκπαιδευμένοι στρατιωτικοί για καταδρομικές ενέργειες, καταδρομείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… …   Dictionary of Greek

  • απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… …   Dictionary of Greek

  • κομμάντος — οι ή τα βλ. κομάντος …   Dictionary of Greek

  • σφακιά — Περιοχή της Κρήτης. Η περιοχή αποτελεί το δήμο Σφακίων (έκταση 468 τ. χλμ.). Έδρα είναι η Χώρα Σφακιών. Στην περιοχή των Σ., δεσπόζουν τα Λευκά Όρη ή Μαδάρες με υψηλότερες κορυφές το Κάστρο και το Θοδωρή (2460 μ.). Η επαρχία καλύπτει το χώρο του… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • Εντέμπε — (Entebbe). Πόλη (57.400 κάτ. το 2002) της Ουγκάντα, στο νότιο τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μ., σε μια επίπεδη χερσόνησο της βορειοδυτικής ακτής της λίμνης Bικτορίας. Η πόλη είναι γνωστή για το ήπιο κλίμα της. Ιδρύθηκε το 1893 …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”